- γονυκλινής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο γονατιστός: Προσευχήθηκε γονυκλινής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γονυκλινής — on bended knee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκλινής — ές (AM γονυκλινής, ές) ο γονατιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλινής < κλίνω (πρβλ. επικλινής, κατακλινής)] … Dictionary of Greek
γονυκλινῆ — γονυκλινής on bended knee neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γονυκλινής on bended knee masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γονυκλινής on bended knee masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκλινές — γονυκλινής on bended knee masc/fem voc sg γονυκλινής on bended knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκλινεῖς — γονυκλινέω bend the knee pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) γονυκλινής on bended knee masc/fem acc pl γονυκλινής on bended knee masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατιστός — ή, ό [γονατίζω] 1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής 2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστή η εορτή τής Πεντηκοστής … Dictionary of Greek
γονυκλινώ — γονυκλινῶ ( έω) (Μ) [γονυκλινής] κλίνω τα γόνατα, γονατίζω … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek